- θεναρδίτης
- Ορυκτό, αποτελούμενο από θειικό νάτριο με χημικό τύπο Na2SO4. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και έχει γεύση αλμυρή. Συναντάται συνήθως σε ερήμους, για παράδειγμα της Αριζόνας, Βολιβίας και Περού. Απαντάται στον Καύκασο και χρησιμεύει για την κατασκευή σόδας.
* * *ο(ορυκτ.) θειικό ορυκτό τού νατρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. thenarite (< κύριο όν. Thenard)].
Dictionary of Greek. 2013.